- όσφρηση
- Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η περιφερειακή αποφυάς καταλήγει σε τριχοειδείς σχηματισμούς, που συλλαμβάνουν τα ερεθίσματα στην επιφάνεια του βλεννογόνου, η κεντρική, μαζί με τις αντίστοιχες των άλλων κυττάρων, σχηματίζει τα πολυάριθμα οσφρητικά νημάτια του οσφρητικού νεύρου· από το σημείο αυτό οι νευρικές οδοί της όσφρησης μπαίνουν στο κρανίο δια του τετρημένου πετάλου του ηθμοειδούς οστού και καταλήγουν στον οσφρητικό βολβό, από όπου συνεχίζονται προς το κέντρο της όσφρησης, που βρίσκεται στο μπροστινό άκρο της ιπποκάμπειας και μεσολόβιας έλικας. Στον άνθρωπο η λειτουργία της ό. είναι ελάχιστα ανεπτυγμένη συγκριτικά με τα περισσότερα ζώα και έχει ως κύριο σκοπό να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον εισπνεόμενο αέρα και τις τροφές· η ό. είναι πάντως ικανή να εκτιμήσει μια ατέλειωτη πρακτικά κλίμακα οσμών και να αντιληφθεί πολύ μικρές ποσότητες πτητικών ουσιών (η ναφθαλίνη, για απράδειγμα, γίνεται αντιληπτή και σε αραίωση 0,000000004 γρ. ανά λίτρο αέρα)· χαρακτηριστική είναι η ευκολία με την οποία κουράζεται το σύστημα της αντίληψης των οσμών, γεγονός που αποδείκνύεται, μεταξύ των άλλων, από την κοινή παρατήρηση ότι εξαφανίζεται η αντίληψη μιας οσμής ύστερα από ένα ορισμένο χρόνο έκθεσης σε αυτήν. Η απουσία της αίσθησης της ό. ονομάζεται ανοσμία.
Τμήμα του οσφρητικού βλεννογόνου: διακρίνονται ένα βλεννοποιό κύτταρο το οποίο αποβάλλει το έκκριμά του και τα οσφρητικά κύτταρα. Αυτά καταλήγουν περιφερειακά σε τριχοειδείς σχηματισμούς, ενώ στο αντίθετο άκρο τους συνεχίζονται στα οσφρητικά νημάτια, τα οποία σχηματίζουν, στην περιοχή του βλεννογόνου, το οσφρητικό νεύρο.
* * *η (ΑΜ ὄσφρησις) [οσφραίνομαι]1. μία από τις πέντε αισθήσεις με την οποία γίνονται αντιληπτές οι οσμές («ὄψει καὶ ἀκοῇ ὀσφρήσει», Πλάτ.)2. το αισθητήριο όργανο τής αίσθησης αυτής, η μύτη («μύρου... τούς τε ὀσφρήσεις καὶ τὰ ὦτα ἐνεπίμπλασαν», Ηρωδιαν.)νεοελλ.μτφ. προαίσθηση, διαίσθηση, πρόγνωσηαρχ.οσμή.
Dictionary of Greek. 2013.